μακιαβελικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μακιαβελικός < Νικολό Μακιαβέλι
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ma.cia.ve.liˈkos/
Επίθετο
[επεξεργασία]μακιαβελικός
- που έχει σχέση με το έργο του Νικολό Μακιαβέλι ή αναφέρεται σ’ αυτό
- που αναφέρεται στη στάση και την πρακτική του μακιαβελισμού
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μακιαβελικός