μαλακτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μαλακτικός < αρχαία ελληνική μαλακτικός
Επίθετο[επεξεργασία]
μαλακτικός
- που μαλακώνει (κάνει πιο μαλακό)
- μαλακτική κρέμα για τα μαλλιά
- που μαλακώνει τον λαιμό και το πεπτικό σύστημα και καταπραΰνει τον πόνο, τον βήχα, που λειτουργεί ως αποχρεμπτικό, βλεννολυτικό κλπ
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
η κρέμα
το αποχρεμπτικό