μαντεμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μαντεμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου μαντεύω
Μετοχή[επεξεργασία]
μαντεμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη μαντεύω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μαντεμένος
|