μεγαλοδύναμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μεγαλοδύναμος < λέξη της μεταγενέστερης ελληνικής < μέγας + δύναμις
Επίθετο[επεξεργασία]
μεγαλοδύναμος,η
- που έχει μεγάλη δύναμη
- (προσφώνηση) παντοδύναμος, προσφώνηση του Θεού ή της Παναγίας