μεγαλόπνευστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
.
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μεγαλόπνευστος < λόγια λέξη της καθαρεύουσας, ο,η μεγαλόπνευστος, το μεγαλόπνευστον < μεγάλος + πνέω (κατά το θεόπνευστος)
Επίθετο[επεξεργασία]
μεγαλόπνευστος,η,ο
- που έχει ιδιαίτερα υψηλή έμπνευση, που εμπνέεται από υψηλά ιδανικά
- μεγαλόπνευστος μουσουργός
- που είναι το απότέλεσμα υψηλής έμπνευσης
- μεγαλόπνευστη συμφωνία, ποίημα κ.λπ.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μεγαλόπνευστος
|