μεγαλόπνευστος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μεγαλόπνευστος η μεγαλόπνευστη το μεγαλόπνευστο
      γενική του μεγαλόπνευστου της μεγαλόπνευστης του μεγαλόπνευστου
    αιτιατική τον μεγαλόπνευστο τη μεγαλόπνευστη το μεγαλόπνευστο
     κλητική μεγαλόπνευστε μεγαλόπνευστη μεγαλόπνευστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μεγαλόπνευστοι οι μεγαλόπνευστες τα μεγαλόπνευστα
      γενική των μεγαλόπνευστων των μεγαλόπνευστων των μεγαλόπνευστων
    αιτιατική τους μεγαλόπνευστους τις μεγαλόπνευστες τα μεγαλόπνευστα
     κλητική μεγαλόπνευστοι μεγαλόπνευστες μεγαλόπνευστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

.

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μεγαλόπνευστος < λόγια λέξη της καθαρεύουσας, ο,η μεγαλόπνευστος, το μεγαλόπνευστον < μεγάλος + πνέω (κατά το θεόπνευστος)

Επίθετο[επεξεργασία]

μεγαλόπνευστος,η,ο

  1. που έχει ιδιαίτερα υψηλή έμπνευση, που εμπνέεται από υψηλά ιδανικά
    μεγαλόπνευστος μουσουργός
  2. που είναι το απότέλεσμα υψηλής έμπνευσης
    μεγαλόπνευστη συμφωνία, ποίημα κ.λπ.

Μεταφράσεις[επεξεργασία]