μεσάτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | μεσάτος | η | μεσάτη | το | μεσάτο |
γενική | του | μεσάτου | της | μεσάτης | του | μεσάτου |
αιτιατική | τον | μεσάτο | τη | μεσάτη | το | μεσάτο |
κλητική | μεσάτε | μεσάτη | μεσάτο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | μεσάτοι | οι | μεσάτες | τα | μεσάτα |
γενική | των | μεσάτων | των | μεσάτων | των | μεσάτων |
αιτιατική | τους | μεσάτους | τις | μεσάτες | τα | μεσάτα |
κλητική | μεσάτοι | μεσάτες | μεσάτα | |||
Κατηγορία όπως «ξένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
μεσάτος, -η, -ο
- γεμάτος μέχρι τη μέση
- (για ρούχα) ραμμένος ώστε να εφαρμόζει καλά στη μέση
- (για ανθρώπους) που έχει λεπτή μέση
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μεσάτος
|