μεταθέτω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μεταθέτω < αρχαία ελληνική μετατίθημι

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /me.taˈθe.to/

Ρήμα[επεξεργασία]

μεταθέτω (μεταβατικό) , πρτ.: μετέθετα, στ.μέλλ.: θα μεταθέσω, αόρ.: μετέθεσα, παθ.φωνή: μετατίθεμαι

  1. τοποθετώ σε άλλο σημείο
    μετέθεσαν τα αγγεία σε γυάλινες προθήκες
  2. τοποθετώ υπάλληλο, εργαζόμενο κλπ. σε άλλη περιοχή ή σε άλλη οργανική θέση
    είναι δυσαρεστημένος γιατί τον μεταθέσανε στα σύνορα
  3. αλλάζω την προγραμματισμένη ημερομηνία ενός γεγονότος, εκδήλωσης, συνεδρίου κ.λπ.
     συνώνυμα: αναβάλλω
    το Υπουργείο Παιδείας αποφάσισε να μεταθέσει την ημερομηνία έναρξης των εξετάσεων για την επόμενη εβδομάδα
  4. (μεταφορικά) τοποθετώ σε άλλο σημείο
    μη μεταθέτεις τις ευθύνες σου πάνω μου!

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]