μεταμελημένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μεταμελημένος η μεταμελημένη το μεταμελημένο
      γενική του μεταμελημένου της μεταμελημένης του μεταμελημένου
    αιτιατική τον μεταμελημένο τη μεταμελημένη το μεταμελημένο
     κλητική μεταμελημένε μεταμελημένη μεταμελημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μεταμελημένοι οι μεταμελημένες τα μεταμελημένα
      γενική των μεταμελημένων των μεταμελημένων των μεταμελημένων
    αιτιατική τους μεταμελημένους τις μεταμελημένες τα μεταμελημένα
     κλητική μεταμελημένοι μεταμελημένες μεταμελημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μεταμελημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου μεταμελούμαι

Μετοχή[επεξεργασία]

μεταμελημένος, -η, -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]