μετασυναπτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μετασυναπτικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
[επεξεργασία]μετασυναπτικός, -ή, -ό
- που βρίσκεται μετά τη σύναψη ως προς την κατεύθυνση του νευρικού μηνύματος
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μετασυναπτικός