μηχανουργός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /mi.xa.nuɾˈɣos/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μηχανουργός αρσενικό ή θηλυκό
- τεχνίτης ή τεχνικός, ειδικός στην επιδιόρθωση των μηχανών
- μηχανοχειριστής, τεχνίτης ή τεχνικός ειδικός, στο χειρισμό των μηχανών
- σχεδιαστής μηχανών, μηχανικός σχεδιασμού μηχανών