μικροπαντρεμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μικροπαντρεμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου μικροπαντρεύω
Μετοχή[επεξεργασία]
μικροπαντρεμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη μικροπαντρεύω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μικροπαντρεμένος
|