μικροχρονόμετρο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μικροχρονόμετρο | τα | μικροχρονόμετρα |
γενική | του | μικροχρονόμετρου & μικροχρονομέτρου |
των | μικροχρονόμετρων & μικροχρονομέτρων |
αιτιατική | το | μικροχρονόμετρο | τα | μικροχρονόμετρα |
κλητική | μικροχρονόμετρο | μικροχρονόμετρα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μικροχρονόμετρο < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική microchronometer < αρχαία ελληνική μικρός + χρόνος + μέτρον
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μικροχρονόμετρο ουδέτερο
- χρονόμετρο για την μέτρηση πολύ μικρών διαιρέσεων του χρόνου
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μικροχρονόμετρο
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βούτυρο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)