μπανιαρισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μπανιαρισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου μπανιάρω και μπανιαρίζω
Μετοχή[επεξεργασία]
μπανιαρισμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη μπανιάρω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μπανιαρισμένος
|