μπλάβος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μπλάβος η μπλάβα το μπλάβο
      γενική του μπλάβου της μπλάβας του μπλάβου
    αιτιατική τον μπλάβο την μπλάβα το μπλάβο
     κλητική μπλάβε μπλάβα μπλάβο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μπλάβοι οι μπλάβες τα μπλάβα
      γενική των μπλάβων των μπλάβων των μπλάβων
    αιτιατική τους μπλάβους τις μπλάβες τα μπλάβα
     κλητική μπλάβοι μπλάβες μπλάβα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μπλάβος < (άμεσο δάνειο) ιταλική blavo

Επίθετο[επεξεργασία]

μπλάβος, -α, -ο

  1. που έχει χρώμα βαθυγάλανο
    Καλή ’ναι τούτη η γης, αρέσει μας, σαν το σγουρό σταφύλι // στον μπλάβο αγέρα, Θε μου, κρέμεται, στο δρόλαπα κουνιέται (Ν.Καζαντζάκης, Οδύσσεια, 4-5)
    το μάτι του έγινε μπλάβο από τη γροθιά που έφαγε

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]