μπρούντζινος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μπρούντζινος < μπρούντ(ος) + -ινος
Επίθετο[επεξεργασία]
μπρούντζινος, -η, -ο
- που αποτελείται από μπρούντζο
- (μεταφορικά) ο ηλιοκαμένος, που το δέρμα του έχει το χρώμα του μπρούντζου