μόστρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μόστρα | οι | μόστρες |
γενική | της | μόστρας | — | |
αιτιατική | τη | μόστρα | τις | μόστρες |
κλητική | μόστρα | μόστρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μόστρα < μεσαιωνική ελληνική μόστρα < (άμεσο δάνειο) ιταλική mostra
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μόστρα θηλυκό
- το τμήμα ενός πράγματος που φαίνεται και καθορίζει τη γενική εντύπωση που αυτό δίνει
- για μόστρα: για επίδειξη, για βιτρίνα, για εντυπωσιασμό
- Πας ας πούμε σε ένα σικ εστιατόριο και παραγγέλλεις αστακό. Έχουν στη βιτρίνα δύο ζωντανούς για μόστρα και οι υπόλοιποι είναι στην κατάψυξη παραγεμισμένοι με σελάχι και μπρασκοουρά. (από την εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ, Δευτέρα 11 Ιανουαρίου 2010)
- το πρόσωπο, η φάτσα
- μωρέ μόστρα που 'χει για καλλιστεία! (σκωπτικά)
- (ναυτικός όρος): το δείγμα φορτίου που περιέφερε παλιότερα ο καπετάνιος πλοίου στα πόρτα (λιμάνια), σε παλαιότερες εποχές όταν ο ίδιος φρόντιζε για την πώλησή του φορτίου.
- (ναυτικός όρος): το σημείο απόθεσης του παραπάνω δείγματος, συσκευασμένο ή μη, που μπορεί να ήταν πάνω στο κατάστρωμα, ή στον προβλήτα μπροστά στο πλοίο ή το καΐκι
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μόστρα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ναυτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)