νικελωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- νικελωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου νικελώνω
Μετοχή[επεξεργασία]
νικελωμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη νικελώνω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
νικελωμένος
|