νυφιάτικος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο νυφιάτικος η νυφιάτικη το νυφιάτικο
      γενική του νυφιάτικου της νυφιάτικης του νυφιάτικου
    αιτιατική τον νυφιάτικο τη νυφιάτικη το νυφιάτικο
     κλητική νυφιάτικε νυφιάτικη νυφιάτικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι νυφιάτικοι οι νυφιάτικες τα νυφιάτικα
      γενική των νυφιάτικων των νυφιάτικων των νυφιάτικων
    αιτιατική τους νυφιάτικους τις νυφιάτικες τα νυφιάτικα
     κλητική νυφιάτικοι νυφιάτικες νυφιάτικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

νυφιάτικος < νύφη + -ιάτικος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /niˈfça.ti.kos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: νυ‐φιά‐τι‐κος

Επίθετο[επεξεργασία]

νυφιάτικος

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]