ξεδιαλεγμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξεδιαλεγμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ξεδιαλέγω
Μετοχή[επεξεργασία]
ξεδιαλεγμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη ξεδιαλέγω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξεδιαλεγμένος
|