ξυλένιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ξυλένιο | τα | ξυλένια |
γενική | του | ξυλένιου & ξυλενίου |
των | ξυλένιων & ξυλενίων |
αιτιατική | το | ξυλένιο | τα | ξυλένια |
κλητική | ξυλένιο | ξυλένια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξυλένιο < λόγιο ενδογενές δάνειο: xylene < αρχαία ελληνική ξύλον
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ξυλένιο ουδέτερο
- οποιοσδήποτε από μια ομάδα τριών ισομερών αρωματικών υδρογονανθράκων, που κυκλοφορεί στο εμπόριο ως λεπτόρρευστο μείγμα με ποικίλες χρήσεις
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- Xylene στην αγγλική Βικιπαίδεια