οβριακή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οβριακή οι οβριακές
      γενική της οβριακής των οβριακών
    αιτιατική την οβριακή τις οβριακές
     κλητική οβριακή οβριακές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία 1[επεξεργασία]

οβριακή < θηλυκό του οβριακός < Οβριός < Εβραίος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

οβριακή θηλυκό

  1. άλλη μορφή του εβραϊκή, η γλώσσα των Εβραίων
  2. η εβραϊκή συνοικία

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Ετυμολογία 2[επεξεργασία]

οβριακή < θηλυκό του οβριακός < ομβριακός < ελληνιστική κοινή ὀμβρικός < αρχαία ελληνική ὄμβριος < ὄμβρος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

οβριακή θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

οβριακή θηλυκό