οβριακή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | οβριακή | οι | οβριακές |
γενική | της | οβριακής | των | οβριακών |
αιτιατική | την | οβριακή | τις | οβριακές |
κλητική | οβριακή | οβριακές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία 1[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
οβριακή θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
οβριακή
|
Ετυμολογία 2[επεξεργασία]
- οβριακή < θηλυκό του οβριακός < ομβριακός < ελληνιστική κοινή ὀμβρικός < αρχαία ελληνική ὄμβριος < ὄμβρος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
οβριακή θηλυκό
- (παρωχημένο) συνοικία ή τόπος με πολλά (όμβρια) ύδατα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
οβριακή
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
οβριακή θηλυκό
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψυχή' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)