ολιγόπιστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ολιγόπιστος < (ελληνιστική κοινή) ὀλιγόπιστος < αρχαία ελληνική ὀλίγος + πίστις
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /o.liˈɣo.pi.stos/
Επίθετο[επεξεργασία]
ολιγόπιστος, -η, -ο
- (λόγιο) που έχει μικρή (θρησκευτική) πίστη
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ολιγοπιστία
- ολιγοπιστώ
- → δείτε τις λέξεις λίγος και πίστη
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ολιγόπιστος
|