ορθόσημος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ορθόσημος < ελληνιστική κοινή ὀρθόσημος
Επίθετο[επεξεργασία]
ορθόσημος, -η, -ο
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ορθόσημος
|