πέτασος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Πέτασος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πέτασος οι πέτασοι
      γενική του πετάσου
πέτασου
των πετάσων
    αιτιατική τον πέτασο τους πετάσους
πέτασους
     κλητική πέτασε πέτασοι
Κατηγορία όπως «δάσκαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
πέτασος

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πέτασος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή πέτασος < αρχαία ελληνική πετάννυμι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *peth₂-

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πέτασος αρσενικό

  1. το καπέλο του περιηγητή - ταξιδιώτη στην αρχαία Ελλάδα
  2. (βοτανική) το πίσω μεγάλο πέταλο της στεφάνης των ψυχανθών

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • → δείτε τη λέξη πετώ

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]