παραβίωση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παραβίωση οι παραβιώσεις
      γενική της παραβίωσης* των παραβιώσεων
    αιτιατική την παραβίωση τις παραβιώσεις
     κλητική παραβίωση παραβιώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, παραβιώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παραβίωση < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική parabiosis < ελληνιστική κοινή παρά + βίωσις < αρχαία ελληνική βίοω < βίος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

παραβίωση θηλυκό

  1. (φυσιολογία) η (φυσική ή χειρουργική) ένωση δύο οργανισμών, ώστε να αναπτύξουν ενιαίο κοινό φυσιολογικό σύστημα
  2. η κοινή διαβίωση διαφορετικών οργανισμών σε κάποιο χώρο
  3. η λαθροβίωση

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

  • parabiosis στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις[επεξεργασία]