παραδοξότητα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παραδοξότητα οι παραδοξότητες
      γενική της παραδοξότητας των παραδοξοτήτων
    αιτιατική την παραδοξότητα τις παραδοξότητες
     κλητική παραδοξότητα παραδοξότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

παραδοξότητα < ελληνιστική κοινή παραδοξότητα, αιτιατική ενικού τού παραδοξότης < αρχαία ελληνική παράδοξος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

παραδοξότητα θηλυκό

  1. η ιδιότητα του παράδοξου
  2. το παράδοξο, κάτι που έρχεται σε σύγκρουση με την κοινή λογική, παράδοξο γεγονός ή παράδοξη κατάσταση

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]