παρακινητικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παρακινητικός < ελληνιστική κοινή παρακινητικός < αρχαία ελληνική παρακινέω
Επίθετο[επεξεργασία]
παρακινητικός
- που παρακινεί