παραπεμπτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παραπεμπτικός < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pa.ra.pemp.tiˈkos/
Επίθετο[επεξεργασία]
παραπεμπτικός
- που με βάση αυτό το έγγραφο (ή την ενέργεια, γενικά) γίνεται η παραπομπή σε δίκη
- παραπεμπτικό βούλευμα
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παραπεμπτικός
|