περιαιρετός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- περιαιρετός < αρχαία ελληνική περιαιρετός < περιαιρέω < περί + αἱρέω / αἱρῶ
Επίθετο[επεξεργασία]
περιαιρετός
- (αρχαιοπρεπές) που είναι δυνατόν να αποσπαστεί, να αφαιρεθεί από κει που βρίσκεται
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
περιαιρετός
|