πολυαγαπημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πολυαγαπημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου πολυαγαπώ
Μετοχή[επεξεργασία]
πολυαγαπημένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη πολυαγαπώ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πολυαγαπημένος
|