ποταμόπλοιο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ποταμόπλοιο τα ποταμόπλοια
      γενική του ποταμοπλοίου
ποταμόπλοιου
των ποταμοπλοίων
    αιτιατική το ποταμόπλοιο τα ποταμόπλοια
     κλητική ποταμόπλοιο ποταμόπλοια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ποταμόπλοιο < ποτάμι + -ο- + πλοίο (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική riverboat[1])
(μαρτυρείται από το 1887)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ποταμόπλοιο ουδέτερο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]