προβιοτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- προβιοτικός < αγγλική probiotic < αρχαία ελληνική πρό + βίος
Επίθετο
[επεξεργασία]προβιοτικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με τα προβιοτικά, τα περιέχει ή αναφέρεται σ' αυτά
- Προκειμένου να αποκλείσουν την επίδραση άλλων συστατικών του γαλακτοκομικού όπως η πρωτεΐνη και η βιταμίνη D, οι επιστήμονες χορήγησαν στα ζώα ένα προβιοτικό βακτήριο, το Lactobacillus reuteri, προσθέτοντάς το στο νερό που έπιναν τα ποντίκια. Το συγκεκριμένο βακτήριο εντοπίζεται στη χλωρίδα του εντέρου πολλών ζώων και κάποιων ανθρώπων. Για ποιον λόγο επελέγη όμως αυτό το προβιοτικό στη μελέτη; (*)
Συγγενικά
[επεξεργασία]- προβιοτικό
- → δείτε τις λέξεις προ και βιος