προβολέας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προβολέας < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
προβολέας αρσενικό
- εξάρτημα ή συσκευή που παράγει έντονο φωτισμό σχετικά συγκεντρωμένο σε μία κατεύθυνση
- (κινηματογράφος) ειδικό μηχάνημα που προβάλλει κινηματογραφικό φιλμ
- ειδικό μηχάνημα που προβάλλει διαφάνειες
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- οι προβολείς της δημοσιότητας
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προβολέας