προειρημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προειρημένος < αρχαία ελληνική προειρημένος < προ- + εἰρημένος
Μετοχή[επεξεργασία]
προειρημένος, -η, -ο
- που έχει ειπωθεί προηγουμένως, για τον οποίο έχουν μιλήσει ήδη
- (σαν ουσιαστικό) τα προειρημένα: αυτά που έχουν ήδη παρουσιαστεί, τα θέματα για τα οποία έχουμε ήδη μιλήσει
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προειρημένος
|