προλεγόμενα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | προλεγόμενα | ||
γενική | των | προλεγόμενων & προλεγομένων | ||
αιτιατική | τα | προλεγόμενα | ||
κλητική | προλεγόμενα | |||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προλεγόμενα < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου προλεγόμενος < αρχαία ελληνική προλεγόμενος, μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος προλέγω < πρό + λέγω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
προλεγόμενα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προλεγόμενα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βούτυρο' χωρίς ενικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς ενικό (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Μετοχές παθητικού ενεστώτα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)