προπολεμικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- προπολεμικός < προ- + πολεμικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική prewar)
Επίθετο
[επεξεργασία]προπολεμικός
- που έχει γίνει πριν από τον πόλεμο, ανήκει ή αναφέρεται σ’ αυτή την περίοδο
- που έχει γίνει πριν το ξέσπασμα των Βαλκανικών πολέμων, συνήθως αναφέρεται και στις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα
- Κι αρχίσαν οι άνθρωποι να ξεχωρίζουν τα χρόνια σε προπολεμικά και μεταπολεμικά. (Ασημάκης Πανσέληνος, Τότε που ζούσαμε)
Συγγενικά
[επεξεργασία]- προπολεμικά
- → δείτε τις λέξεις προ και πόλεμος