προστυχιά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προστυχιά οι προστυχιές
      γενική της προστυχιάς των προστυχιών
    αιτιατική την προστυχιά τις προστυχιές
     κλητική προστυχιά προστυχιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

προστυχιά < πρόστυχ(ος) + -ιά[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pɾo.stiˈça/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

προστυχιά θηλυκό

  1. η ιδιότητα του πρόστυχου
  2. πράξη που κάνει κάποιος πρόστυχος

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]