προωστικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pɾo.o.stiˈko/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐ω‐στι‐κό
Ετυμολογία 1[επεξεργασία]
- προωστικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου προωστικός • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
προωστικό ουδέτερο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προωστικό
Ετυμολογία 2[επεξεργασία]
- προωστικό: κλιτικός τύπος
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
προωστικό
- (αρσενικό) αιτιατική ενικού του προωστικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του προωστικός
Κατηγορίες:
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βουνό' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Τεχνολογία (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)