πρωτευουσιάνος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πρωτευουσιάνος οι πρωτευουσιάνοι
      γενική του πρωτευουσιάνου των πρωτευουσιάνων
    αιτιατική τον πρωτευουσιάνο τους πρωτευουσιάνους
     κλητική πρωτευουσιάνε πρωτευουσιάνοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πρωτευουσιάνος < πρωτεύουσ(α) + -ιάνος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pɾo.te.vuˈsça.nos/ & /pɾo.te.vuˈsi̯a.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πρω‐τευ‐ου‐σιά‐νος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πρωτευουσιάνος αρσενικό (θηλυκό πρωτευουσιάνα)

  1. κάτοικος της πρωτεύουσας ή καταγόμενος απ’ αυτή
  2. (ειρωνικό, μειωτικό) ξιπασμένος, ψηλομύτης, χαρακτηριστικά ανθρώπου από την πρωτεύουσα που περιφρονεί και υποτιμά τους επαρχιώτες

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τις λέξεις πρωτεύουσα, πρωτεύω και πρώτος

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]