πτέρωση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πτέρωση οι πτερώσεις
      γενική της πτέρωσης* των πτερώσεων
    αιτιατική την πτέρωση τις πτερώσεις
     κλητική πτέρωση πτερώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, πτερώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πτέρωση < αρχαία ελληνική πτέρωσις
(για τον νεολογισμό) < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική feathering

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈpte.ɾo.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πτέ‐ρω‐ση

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πτέρωση θηλυκό

  1. (ναυτικός όρος) στάση ακινησίας των κουπιών σε οριζόντια θέση για ανάπαυση των κωπηλατών
  2. (νεολογισμός) μέθοδος διακοπής λειτουργίας των πτερυγίων μιας ανεμογεννήτριας σε περίπτωση ισχυρών ανέμων

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]