πτέρωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πτέρωση | οι | πτερώσεις |
γενική | της | πτέρωσης* | των | πτερώσεων |
αιτιατική | την | πτέρωση | τις | πτερώσεις |
κλητική | πτέρωση | πτερώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, πτερώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πτέρωση < αρχαία ελληνική πτέρωσις
- (για τον νεολογισμό) < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική feathering
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈpte.ɾo.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πτέ‐ρω‐ση
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτέρωση θηλυκό
- (ναυτικός όρος) στάση ακινησίας των κουπιών σε οριζόντια θέση για ανάπαυση των κωπηλατών
- (νεολογισμός) μέθοδος διακοπής λειτουργίας των πτερυγίων μιας ανεμογεννήτριας σε περίπτωση ισχυρών ανέμων
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πτέρωση
Πηγές[επεξεργασία]
- Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ναυτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)