πτιλωτός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | πτιλωτός | η | πτιλωτή | το | πτιλωτό |
γενική | του | πτιλωτού | της | πτιλωτής | του | πτιλωτού |
αιτιατική | τον | πτιλωτό | την | πτιλωτή | το | πτιλωτό |
κλητική | πτιλωτέ | πτιλωτή | πτιλωτό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | πτιλωτοί | οι | πτιλωτές | τα | πτιλωτά |
γενική | των | πτιλωτών | των | πτιλωτών | των | πτιλωτών |
αιτιατική | τους | πτιλωτούς | τις | πτιλωτές | τα | πτιλωτά |
κλητική | πτιλωτοί | πτιλωτές | πτιλωτά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πτιλωτός < πτίλον
Επίθετο[επεξεργασία]
πτιλωτός
- (λόγιο) ο πουπουλένιος ή ο χνουδωτός, αυτός που είναι απο πτίλα, δηλαδή από πούπουλα
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πτιλωτός
→ δείτε τις λέξεις πουπουλένιος και χνουδωτός |