ραδιογωνιομετρία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ραδιογωνιομετρίο τα ραδιογωνιομετρία
      γενική του ραδιογωνιομετρίου των ραδιογωνιομετρίων
    αιτιατική το ραδιογωνιομετρίο τα ραδιογωνιομετρία
     κλητική ραδιογωνιομετρίο ραδιογωνιομετρία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ραδιογωνιομετρία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική radiogoniometry < radio- (ραδιο-) + goniometry (< αρχαία ελληνική γωνία + μέτρον)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ɾa.ði.o.ɣo.ni.o.meˈtɾi.a/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ραδιογωνιομετρία θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]