ρεπούμπλικα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ρεπούμπλικα οι ρεπούμπλικες
      γενική της ρεπούμπλικας
    αιτιατική τη ρεπούμπλικα τις ρεπούμπλικες
     κλητική ρεπούμπλικα ρεπούμπλικες
Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ρεπούμπλικα < (άμεσο δάνειο) ιταλική repubblica < λατινική res publica < res + publica, θηλυκό του publicus

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ɾeˈpu.bli.ka/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ρε‐πού‐μπλι‐κα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ρεπούμπλικα θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]