σαββατισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σαββατισμός < ελληνιστική κοινή σαββᾰτισμός < σαββατίζω < σάββατον < εβραϊκή שבת < ακκαδική 𒊭𒉺𒌅 (šapattu: η ημέρα στη μέση ενός μήνα)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σαββατισμός αρσενικό
- (θρησκεία) η τήρηση της αργίας του Σαββάτου
- (θρησκεία) (κατ’ επέκταση) η αιώνια ανάπαυση στην άλλη ζωή
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σαββατισμός
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα εβραϊκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ακκαδικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Θρησκεία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)