σαγιάκι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Χρειάζεται τεκμηρίωση με παραπομπή σε κείμενο, εγχειρίδιο ή λεξικό. |
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σαγιάκι | τα | σαγιάκια |
γενική | του | σαγιακιού | των | σαγιακιών |
αιτιατική | το | σαγιάκι | τα | σαγιάκια |
κλητική | σαγιάκι | σαγιάκια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σαγιάκι < (άμεσο δάνειο) τουρκική şayak
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /saˈʝa.ci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σα‐γιά‐κι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σαγιάκι ουδέτερο
- (ιδιωματικό, παρωχημένο) είδος μάλλινου υφάσματος
- (κατ’ επέκταση, ιδιωματικό, παρωχημένο, (ενδυμασία)) είδος κοντού και χοντρού ενδύματος κατασκευασμένου από το (1)
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σαγιάκι
|
Κατηγορίες:
- Χρειάζονται παραπομπή (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιδιωματικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Ενδυμασία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)