σανίδωμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σανίδωμα < σανιδώ(νω) + -μα < (ελληνιστική κοινή) σανιδόω / σανιδῶ < αρχαία ελληνική σανίς
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σανίδωμα ουδέτερο
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σανιδώνω
- το στρώσιμο μιας επιφάνειας με σανίδες
- το σύνολο των σανίδων με τις οποίες έχει καλυφθεί μια επιφάνεια
- (νεολογισμός: λαϊκότροπο) το πάτημα του γκαζιού τέρμα, ώστε το όχημα να τρέξει πολύ (μέχρι την τελική του ταχύτητα)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σανίδωμα
|