σαρακοστή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σαρακοστή < τεσσαρακοστή < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό τεσσαρακοστός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σαρακοστή θηλυκό
- (λαϊκότροπο) (στον ενικό) σύνολο σαράντα όμοιων πραγμάτων
- Μαζευτήκαμε καμιά σαρακοστή νοματαίοι
- (θρησκεία) περίοδος σαρανταήμερης νηστείας
- πάντα νηστεύαμε στις σαρακοστές
Συγγενικά[επεξεργασία]
- Σαρακοστή
- σαρακοστιανός
- σαρακοστιάτικος
- σαρακοστίζω
- → δείτε τη λέξη σαράντα