σημαιοστολισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σημαιοστολισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου σημαιοστολίζω
Μετοχή[επεξεργασία]
σημαιοστολισμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη σημαιοστολίζω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σημαιοστολισμένος
|