σμάρτφον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ένα σμάρτφον

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σμάρτφον < (άμεσο δάνειο) αγγλική smartphone < smart + phone

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈzmaɾt.fon/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σμάρτ‐φον

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σμάρτφον ουδέτερο άκλιτο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]