σουρλουλού
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σουρλουλού < (άμεσο δάνειο) βενετική turlulu (χαζός, άμυαλος· αρχική σημασία: γκιόνης)[1] Θεωρήθηκε θηλυκό λόγω της κατάληξης -ού και παρετυμολογήθηκε κατά το σούρνω.[2]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /suɾ.luˈlu/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σουρ‐λου‐λού
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σουρλουλού θηλυκό
- (προφορικό, μειωτικό) χαρακτηρίζεται έτσι μια επιπόλαιη και άμυαλη γυναίκα, που της αρέσει να τριγυρίζει
- → δείτε και τη λέξη πεταχτούλα [3]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- σούρλος (διαφορετικής ετυμολογίας και σημασίας)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ σελ. 772 TURLULU - Boerio, Giuseppe (1867) Dizionario del dialetto veneziano (Λεξικό της βενετικής διαλέκτου), Βενετία: G. Cecchini. 3η έκδοση @books.google.
- ↑ σουρλουλού - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ σουρλουλού - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'αλεπού' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα βενετικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα βενετικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Προφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Μειωτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)